- ἐθηλύνθης
- θηλύνωAër.aor ind pass 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηλύνω — (Α) [θήλυς] 1. κάνω κάποιον θηλυπρεπή 2. ησυχάζω 3. γίνομαι μαλακός 4. είμαι φιλάρεσκος 5. γίνομαι κίναιδος 6. φρ. «οὔπω ἐθηλύνθης» δεν έδειξες ακόμη σημεία υποχώρησης … Dictionary of Greek